- οστεολογία
- η мед. остеология
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οστεολογία — η (Α ὀστεολογία και ὀστολογία, ιων. τ. ὀστεολογίη) νεοελλ. ανατ. κλάδος τής ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού ερειστικού συστήματος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1. εξαγωγή οστών 2. περιγραφή τών οστών 3. πραγματεία σχετικά με τα … Dictionary of Greek
οστεολογία — η μέρος της ανατομικής που μελετά τα οστά και γενικά το σκελετό, αλλ. οστεογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀστεολογίας — ὀστεολογίᾱς , ὀστεολογία extraction of bones fem acc pl ὀστεολογίᾱς , ὀστεολογία extraction of bones fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστεολογίῃ — ὀστεολογία extraction of bones fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστεολογικός — ή, ό [οστεολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεολογία … Dictionary of Greek
Osteología — (Del gr. osteon, hueso + logos , ciencia.) ► sustantivo femenino MEDICINA Parte de la anatomía que estudia los huesos. * * * osteología (del gr. «osteología») f. Parte de la anatomía que estudia los huesos. * * * osteología. (Del gr. ὀστεολογία) … Enciclopedia Universal
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
οστεογραφία — η ανατ. κλάδος τής ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών οστών, οστεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteography < ὀστέον / ὀστοῦν + γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ.… … Dictionary of Greek
οστεολόγος — ο, η (Α ὀστεολόγος, ον) νεοελλ. επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με την οστεολογία αρχ. 1. αυτός που εξάγει οστά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεολόγον είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + λόγος*] … Dictionary of Greek
οστολογία — (I) ὀστολογία, ἡ (Α) [οστολόγος] συλλογή οστών μετά την καύση τού σώματος. (II) ὀστολογία, ἡ (Α) βλ. οστεολογία … Dictionary of Greek
συνοστεολογία — η, Ν μελέτη που αναφέρεται στη συνάρθρωση τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οστεολογία] … Dictionary of Greek